- πυραμιδοειδής
- -ές, ΝΑαυτός που έχει το σχήμα πυραμίδας.επίρρ...πυραμιδοειδώς Νσαν πυραμίδα, με σχήμα πυραμίδας.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυραμίς, -ίδος + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυραμιδοειδῆ — πυραμιδοειδής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πυραμιδοειδής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πυραμιδοειδής masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζυγωματικός ή υποκροτάφιος βόθρος — Πυραμιδοειδής κοιλότητα στο πλάγιο τμήμα του προσώπου, μεταξύ του κυρτώματος της άνω γνάθου και της πτερυγοειδούς απόφυσης του σφηνοειδούς οστού. Επικοινωνεί προς τα πάνω με τον κροταφικό βόθρο και προς τα κάτω με τον πτερυγοϋπερώιο βόθρο … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
πυραμοειδής — ές, ΝΑ ο όμοιος ως προς το σχήμα με πυραμίδα, πυραμιδοειδής νεοελλ. ανατ. σχηματισμός σε σχήμα πυραμίδας (α. «πυραμοειδές οστό» β. «πυραμοειδής μυς τής κοιλίας» γ. «πυραμοειδής μυς τού αφτιού» δ. «πυραμοειδής μυς τής μύτης»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει… … Dictionary of Greek
έλατο — Ονομασία που χαρακτηρίζει αρκετά είδη κωνοφόρων των γενών άμπιες και πικέα (οικογένεια πευκίδες). Τα δύο αυτά γένη είναι διαδεδομένα στις εύκρατες και ψυχρές χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής, όπου σχηματίζουν εκτεταμένα δάση … Dictionary of Greek
κέδρος — Κοινή ονομασία ενός φυτικού είδους και επιστημονική ονομασία ενός γένους φυτών. 1. Φυτό της οικογένειας των κυπαρισσιδών (κωνοφόρα), που αυτοφύεται στα βουνά της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Η… … Dictionary of Greek
καμπανούλα — (Campanula). Γένος φυτών της οικογένειας των καμπανουλιδών (δικοτυλήδονα), την οποία και χαρακτηρίζει. Περιλαμβάνει πολυάριθμες μονοετείς, διετείς ή πολυετείς πόες, αυτοφυείς στα δάση και στους βοσκότοπους. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει περίπου … Dictionary of Greek
μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… … Dictionary of Greek
πυραμίδα — I Μνημειακή κατασκευή, που έχει σχήμα όμοιο με το ομώνυμο γεωμετρικό στερεό και που στην αρχαία Αίγυπτο χρησίμευε ως τάφος, αρχικά μόνο των ηγεμόνων, αλλά αργότερα και ιδιωτών. Άρχισε να χρησιμοποιείται ιδίως από την 3η έως τη 18η δυναστεία (2650 … Dictionary of Greek
πυραμιδικός — ή, ό / πυραμιδικός, ή, όν, ΝΑ [πυραμίς, ίδος] αυτός που έχει σχήμα πυραμίδας, πυραμιδοειδής νεοελλ. 1. (ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ανατομικό σχηματισμό πυραμίδας 2. φρ. α) «πυραμιδική οδός» (ανατ. φυσιολ.) η κύρια φλοιονωτιαία… … Dictionary of Greek